Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο Ψαλμός ΠΖ’ (87) σε απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου.

Κύριε, Θεέ της σωτηρίας μου , σε κράζω μέρα και νύχτα.
Ας έρτει ως εσένα η προσευχή μου, γύρε το αυτί σου στο παράπονό μου.
Γιατί γιόμισε πόνο η ψυχή μου, και η ζωή μου άγγιξε τον Άδη.
Λογαριάστηκα με εκείνους που κατεβαίνουν στο λάκκο, απόμεινα σαν άνθρωπος απροστάτευτος, ξεχασμένος μέσα στους νεκρούς.
Σαν τους πληγιασμένους που κοιμούνται μέσα στους τάφους και δεν τους θυμάσαι πια, που τους ξέγραψες απ’ την έννοιά σου.
Με βάλανε μέσα σε βαθύτατο λάκκο, μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.
Απάνω μου ξεθύμανε ο θυμός σου, και όλη την οργή σου απάνω μου την άδειασες.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου τους δικούς μου, κατάντησα γι’ αυτουνούς σίχαμα.
Παραδόθηκα και δεν έφυγα, τα μάτια μου θολώσανε απ’ τη φτώχεια.
Φώναξα προς εσένα, Κύριε όλη μέρα, άπλωσα προς εσένα τα χέρια μου.
Μήπως θα κάνεις θάματα στους πεθαμένους; ή οι νεκροί θα αναστηθούνε και θα σε δοξολογήσουν;
Μην τάχα θα διαλαλήσει κανένας μέσα στον τάφο τη σπλαχνιά σου, και την αλήθεια σου μέσα στο χαμό;
Μήπως θα μαθευτούνε τα θάματά σου μέσα στο σκοτάδι; Και η δικαιοσύνη σου σε γη ξεχασμένη;
Κ’ εγώ, Κύριε, φώναξα εσένα να με συντρέξεις, και το πρωί θα σε προφτάξει η προσευχή μου.
Γιατί, Κύριε, αμπώχνεις την ψυχή μου, γιατί γυρίζεις το πρόσωπό σου από μένα;
Εγώ είμαι φτωχός και μέσα στα βάσανα απ’ τα νιάτα μου, κι αφού αναδείχτηκα, πάλι ταπεινώθηκα κ’ έγινα ένα τίποτα.
Από πάνω μου περάσανε οι θυμοί σου, οι φοβέρες σου με ταράξανε, με τριγυρίσανε σα να ‘τανε νερό όλη τη μέρα, και πήγανε να με πνίξουν.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου κάθε φίλο και κάθε δικό μου.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Περί ελεημοσύνης

Του Διονυσίου Ιερομονάχου,
από το βιβλίο «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ»
των εκδόσεων Β. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ


Έναν καιρόν έσμιξα με τον αββάν Ιωσήφ εις τον Έννατον, και ήτον μαζί και ο ρήτωρ ο Σωφρόνιος. Και σμίγοντας ημείς με τον Λέοντα, ιδού ήλθεν ένας κάποιος από Αϊλά, και του έδιδε τρία φλωρία λέγοντας: «Δέξου ταύτα, Πάτερ τίμιε, να ευχηθείς το καράβι μου, ότι το εφόρτωσα, και το έπεμψα εις την Αιθιοπίαν». Και ο Γέρων ολοτελώς δεν του έδωσεν απάντησιν. Λέγει λοιπόν εις τον Γέροντα ο Σωφρόνιος: «Δέξου ταύτα, Πάτερ, και δώσε τα πάλιν εις αδελφόν χρειαζόμενον». Απεκρίθη ο Γέρων: «Διπλή εντροπή είναι τέκνον μου, να λάβω εκείνα όπου δεν χρειάζομαι, και με τα δικά μου χέρια να τρέφω ξένας ακάνθας. Άμποτε να ημπόρουν να εθέριζα τας ακάνθας της ιδικής μου ψυχής, διότι είναι γεγραμμένον. «Εάν σπείρεις, σπείρε τα ιδικά σου, διότι τα ξένα είναι πικρότερα από ταις είραις του σιταριού», και περισσότερον, ω τέκνον μου, ότι δεν είναι, παρά αφορμή να ζημιωθεί η ψυχή». Του είπεν ο Σωφρόνιος: «Το λοιπόν όσα κάνει ο άνθρωπος ελεημοσύνην δεν του λογαριάζει ο Θεός;». Απεκρίθη ο Γέρων: «Πολλαί είναι αι διαφοραί εις τον σκοπόν της ελεημοσύνης. Διότι είναι άνθρωπος όπου κάμνει ελεημοσύνην, διά να ευλογηθεί το σπίτι του, και ο Θεός το ευλογεί. Άλλος διά το καράβι του, και ο Θεός το κατευοδώνει. Άλλος διά τα τέκνα του, και ο Θεός τα φυλάττει. Άλλος διά να δοξασθεί και ο Θεός τον δοξάζει. Επειδή ο Θεός δεν καταφρονεί κανένα, και ότι θέλει κάθε εις, του τα δίδει όταν δεν βλάπτεται η ψυχή του. Και αυτοί όλοι έχουσι παρμένον τον μισθόν τους, διότι προς τον σκοπόν όπου έκαμαν την ελεημοσύνην, ο Θεός τους έδωκε, και τίποτες δεν τους χρεωστεί εις το μέλλον. Λοιπόν εσύ, αν κάμνεις ελεημοσύνην, κάμε την διά την ψυχήν σου, και θέλει σου δώσει ο Θεός, εκείνο όπου επιθυμείς. Διότι είναι γεγραμμένον, άμποτες ο Θεός να σου δώσει κατά την καρδίαν σου. Είναι όμως μερικοί, όπου φαίνονται να κάμνωσιν ελεημοσύνην, και θυμώνουσι περισσότερον τον Θεόν». Και ο Σωφρόνιος είπε: «Ξεκαθάρισόν μου, Πάτερ, τον λόγον». Και εκείνος είπεν: «Ο Θεός επρόσταξεν τα πρώτα γεννήματα, και όλον τον καρπόν και τα καθαρά ζώα δια να του προσφέρωσι δια την ευλογίαν των επίλοιπων και δια την συγχώρησιν των αμαρτιών. Ακόμη και από τα πρωτογεννημένα βρέφη να του αφιερώνωσι. Και οι πλούσιοι κάμνουσι το εναντίον, τα ωφελημώτερα κρατούσιν αυτοί, και τα άχρηστα μοιράζουν εις τους πτωχούς και αδελφούς των. Λόγου χάριν το καλόν κρασί πίνουν αυτοί, και το ξυνόν, ή βρωμερόν, το δίδουσιν εις τας χήρας και ορφανά, και το πωρικόν το φυλαγμένον τρώγουσι, και το σάπιον προσφέρουσι. Και τα τίμια και χρήσιμα φορέματα εις τον εαυτόν των αποδίδουσι, και τα ξεσχισμένα και παλαιά ρίπτουσιν εις τους πτωχούς. Και τα παιδία τα υγιή και εύμορφα ετοιμάζουσιν εις γάμους και υπανδρείας, και κάνουσι πολλήν φροντίδα δι’ αυτά, αλλά τα αρρωστημένα, ή μονόφθαλμα, ή κολοβά, ή άσχημα, αφιερώνουσιν εις τον Θεόν, και βάνουσιν εις Μοναστήρια.
Διά ταύτα γίνονται απρόσδεκτα εκείνα όπου προσφέρουσι. Διότι τέτοιας λογής ο Κάϊν προσφέρων όχι μόνον δεν ευχαρίστησε τον Θεόν, αλλά και τον εθύμωσεν. Έπρεπε αυτοί να μετρώσωσιν, ότι ανίσως και θελήσουν να τιμήσουν ομοίους μας ανθρώπους, σπουδάζουν να προσφέρωσιν εκείνα όπου φαίνονται μάλιστα τιμιώτερα, πόσω μάλλον τον Πλάστην μας, από τον οποίον έχομεν και εκείνα τα ίδια όπου προσφέρομεν; Τούτον όταν θέλομεν να τον ημερώσωμεν δια την ελεημοσύνην, χρεωστούμεν να του φέρωμεν τα τιμιώτερα από ότι έχομεν, όπως μη η προσφορά ήθελε στραφεί εις τον κόλπον μας με εντροπήν μας, και η θυσία μας ήθελε γενεί συχαμένη και απρόσδεκτος. Διότι, καθώς η θυσία του Νώε ούσα κνίσα και καπνός, δια την καλήν γνώμην εκείνου όπου την επρόσφερεν, ελογαριάσθη εις τον Θεόν μυρωδία ευώδης ως είναι γεγραμμένον, ο Κύριος εμυρίσθη μυρωδίαν ευώδη, ούτω και η καρποφορία όπου προσφέρεται από κακήν γνώμην, αν και φαίνεται καλή κατά το φαινόμενον, λογαριάζεται σύχαμα εις τον Κύριον. Όπως η θυσία και το θυμίαμα των Ιουδαίων, όπου ο Θεός τους είπε διά του Προφήτου, το θυμίαμά σας είναι σύχαμα».
Και ο Γέρων καταλαμβάνων ημάς ότι αμφιβάλλομεν εις τους λόγους του, σηκωνόμενος έμπροσθεν μας και υψώνων τα χέρια και τα ομμάτια εις τον ουρανόν, είπεν εις επήκοον μας: «Ιησού, ο Θεός ημών όπου έκαμες τον ουρανόν, την γήν, την θάλασσαν, και όσα είναι εις αυτά, ο ελευθερωτής των ψυχών μας, ανίσως εκείνα όπου είπα εις τους αδελφούς είναι ψεύματα, ας μείνει αυτή η πέτρα αβλαβής, (και εκεί σιμά ήτον κομμάτι κολώνα τεσσάρων πήχεων) ει δε αληθινά, ας κοπεί». Και με τον λόγον εκόπη η πέτρα εις πέντε κομμάτια. Και ημείς θαυμάζοντες και ωφελούμενοι, εμισεύσαμεν. Και συνοδεύων μας ο Γέρων είπε: «Τέκνα, ελάτε το ερχόμενον Σάββατον, διότι έχω ανάγκη από εσάς».
Και φθάνοντας το Σάββατον, ώρα τρίτη, τον εύρηκαν αποθαμένον, θαπτοντές τον, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ, όπου τους ηξίωσε να κηδεύσουν τοιούτον άγιον. Πάντων των πραττομένων υφ’ υμών τον σκοπόν ζητεί ο Θεός, είτε δι’ αυτόν πράττομεν, είτε διά άλλην αιτίαν. Όταν ακούσης της Γραφής λεγούσης, ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού, ου δια παρά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα, ει και δοκεί είναι, ο Θεός καλά αποδίδωσιν, αλλά δια τα κατά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα. Ου δε γαρ εις τα γενόμενα, αλλά εις τον σκοπόν των γινομένων η κρίσις του Θεού αφορά. Εισί τινά πολλά φύσει καλά υπό των ανθρώπων γινόμενα, αλλ’ ου καλά πάλιν δια τινα αιτίαν. Οίον η νηστεία και η ψαλμωδία, η ελεημοσύνη και η φιλοξενία. Φύσει ουν ταύτα καλά έργα εισίν, αλλ’ όταν δια κενοδοξίαν γίνωνται, ουκ έστι καλά. Μισθοί των πόνων της αρετής εισίν η απάθεια και η γνώσις. Αύται γαρ πρόξενοι της αιωνίου ζωής.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Η ΣΑΡΞ

Διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη

Διάβαζε τον ψαλμό ΞΘ’, όταν άκουσε τη βροχή που είχε πιάσει.
-Βρέχει, σκέφτηκε. Περίεργο! Δε φαινόταν από νωρίς πως ήτανε για βροχή ο καιρός.
Διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς του. Η βροχή ήταν ένα εξωτερικό γεγονός και δεν άξιζε να διακόψει τον ψαλμό γι’ αυτήν. Ξανάρχισε τον ψαλμό:
«μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου, εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, ο Θεός βοηθησόν μοι».
Έξω η βροχή δυνάμωνε ολοένα.
Είχε δύο βδομάδες περίπου που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτήν τη συνοικία. Ήτανε η πρώτη του ενορία. Η αλήθεια είναι πως είχε ζητήσει ο ίδιος να τοποθετηθεί σε λαϊκή συνοικία. Είχε πει στους αρμοδίους:
- Θα ήθελα να αρχίσω το στάδιό μου ως εφημέριος σε μία λαϊκή συνοικία.
Οι δύο αυτές λέξεις «λαϊκή συνοικία» χτυπούσανε μέσα του με παράξενο ήχο. «Είμαι ένας ρομαντικός, φαίνεται», συλλογιζότανε καμιά φορά. Ήτανε νέος και δεν είχε ως τότε την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή από πολλές πλευρές. Η οικογένειά του, μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του, τραπεζικός υπάλληλος. Είχε πεθάνει πρόπερσι. Από αυτόν είχε κληρονομήσει τον φόβο του Θεού και την αφοσίωση στις εντολές Του. Γράφτηκε στη Θεολογική σχολή, τελειώνοντας το γυμνάσιο, και το όνειρό του ήτανε να γίνει ιερεύς. Να υπηρετήσει έτσι το Θεό. Να φέρει κοντά στον Ποιμένα όσα μπορούσε περισσότερα «απολωλότα πρόβατα».
Από τη διπλανή κάμαρα ακουγότανε η βαριά ανάσα της γυναίκας του. Η πόρτα ήτανε μισάνοιχτη.
Δύο βδομάδες μονάχα είχε σ’ αυτήν τη συνοικία, όμως είχε κιόλας την ευκαιρία να διαπιστώσει πως οι ενορίτες του, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε μακριά από το δρόμο του Θεού. Ιδίως από την άποψη ηθών, η κατάσταση απελπιστική. Ωστόσο ο ίδιος δεν απελπιζότανε. Την περασμένη Κυριακή είχε μιλήσει στη μικρή Εκκλησία πάνω στο θέμα των ηθών. Πύρινος ο λόγος του. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Και κατάστρωνε το σχέδιό του, που θα το έβαζε σ’ εφαρμογή το συντομότερο. Είχε έρθει κιόλας σ’ επαφή με μερικούς ευσεβείς ενορίτες, μέλη μιας χριστιανικής οργάνωσης, που ήτανε κι αυτοί σύμφωνοι πως η διαφθορά είχε προχωρήσει πολύ στη συνοικία τους.
- Οι εγκόσμιοι πειρασμοί κυριαρχούν εις την συνοικίαν μας, είπε, σε μια συγκέντρωση που κάνανε, ο μεγαλύτερος μπακάλης της γειτονιάς, που ήταν εξέχον μέλος της χριστιανικής οργάνωσης. (Στην Κατοχή, είχε πλουτίσει με τη μαύρη αγορά αλλά τούτο δεν είχε σημασία για τη χριστιανική οργάνωση. Έτερον εκάτερον…)
- Η σάρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος, έμπορος ψιλικών. Προπαντός, η σάρξ!
Η φωνή του είχε τόνο υστερικό.
- Επιμένω επί της σαρκός! συνέχισε, και το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε.
- Και εγώ επιμένω επί του αλκοολισμού! είπε κάποιος άλλος.
Ο καθένας είχε κάτι και σ’ αυτό επέμενε. Ο εφημέριος τους τούς ησύχασε, και καταλήξανε όλοι στο συμπέρασμα πως πρέπει να προχωρήσουν με σχέδιο μελετημένο καλά, για να κατατροπώσουν τη διαφθορά.
Διάβαζε τώρα τον ψαλμό Ος΄. Ρεύτηκε την ψαρόσουπα που είχε φάει πριν από λίγο. Η γυναίκα του την πετύχαινε πολύ.
Η βροχή συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Ανοίχτε! μια φωνή που του φάνηκε παιδική.
Έριξε το παλτό του, γιατί ήτανε με τα νυχτικά του, άνοιξε. Μπήκε ένα αγόρι, ίσαμε δώδεκα χρονώ, μούσκεμα από τη βροχή.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε.
- Με έστειλε η μάνα μου, είναι ένας πεθαμένος, λέει, και να κάνεις γρήγορα να τον μεταλάβεις, λέει, γιατί όπου νάναι πεθαίνει.
Του έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί.
- Δε βαριέσαι, έκανε το παιδί και την άφησε.
Ήθελε να ντυθεί. Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν η γυναίκα του, φοβότανε μη την ξυπνήσει.
- Γύρισε το κεφάλι σου στον τοίχο, είπε του παιδιού για να περάσει το παντελόνι του.
Το είδε που κρυφοκοίταζε.
- Φοβερή εξαχρείωσις! συλλογίστηκε
Βγήκανε, τέλος, οι δυό τους. Θα πέρναγε από την Εκκλησία να πάρει το δισκοπότηρο. Είχε αφήσει ένα σημείωμα, δύο λόγια στη γυναίκα του, μην ξυπνήσει και δεν τον δει και τρομάξει.
Η βροχή έπεφτε πάντα δυνατή. Μπροστά πήγαινε το παιδί.
- Που μένει; το ρώτησε.
- Παρακάτω.
Το παιδί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Βάδιζε μπροστά και η βροχή το χτυπούσε. Ακολουθούσε αυτός, βαστώντας το δισκοπότηρο σφιχτά στο στήθος του.
Βαδίζοντας, η σκέψη του δούλευε. Ήταν η πρώτη φορά που θα κοινωνούσε ετοιμοθάνατο. Ήτανε φυσικό νάναι συγκινημένος. Και μάλιστα, που τύχαινε η πρώτη αυτή φορά νάναι σε μια περιοχή οπού οι άνθρωποι είχανε ξεχάσει το Θεό και ζούσανε στην αμαρτία.
Προσευχήθηκε, περπατώντας, και ζήτησε από το Θεό να του δώσει δύναμη, κείνη τη νύχτα, να φέρει κοντά του ένα «απολωλός πρόβατον».
Το παιδί βούλιαξε σε μια λακκούβα γεμάτη νερό.
- Τα κέρατά σου, δήμαρχε! βλαστήμησε.
Συλλογίστηκε πως έπρεπε να του κάνει την παρατήρηση για τις βλαστήμιες που έλεγε κάθε τόσο. Θα του μιλούσε αργότερα.
- Εδώ ‘μαστε, είπε το παιδί.
Το δωμάτιο, 3 Χ 3 περίπου, ήτανε στο βάθος της αυλής. Κι ο άνθρωπος ήτανε μόνος εκεί, στο σιδερένιο κρεβάτι, το κεφάλι του και το ένα χέρι, το αριστερό, έξω από την κουβέρτα.
Από ένα άλλο δωμάτιο ακουγότανε γραμμόφωνο.
- Έχει γούστο να πέθανε κιόλας, είπε το παιδί.
Δεν προχώρησε όμως. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζε.
Μια λάμπα πετρελαίου, πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, έριχνε λιγοστό φώς. Στο γυαλί της μια φουρκέτα.
Έκλεισε την ομπρέλα του. Άφησε το δισκοπότηρο στο τραπέζι κι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο. Ήταν ακίνητος, με κλειστά μάτια. Ίσαμε εξήντα χρονώ. Όμως, δεν είχε πεθάνει. Ανάσαινε.
Η βροχή εξακολουθούσε, πιο δυνατή. Κείνη τη στιγμή, τον είδε και άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Ο άνθρωπος ξανάκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο λήθαργο του.
- Δεν πέθανε, είπε το παιδί από τη γωνιά.
- Όχι, είπε αυτός.
Γίνηκε σιωπή. Σε λίγο ρώτησε:
- Μόνος του είναι;
- Ναι.
- Είναι καιρός που αρρώστησε;
- Είναι.
- Τι έχει;
Το παιδί ήθελε να πει «πείνα», δεν είπε τίποτα. Του φάνηκε παράξενο που ο παπάς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι έτρεχε κει μέσα, που δεν είχε καταλάβει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος. Δεν ήταν βέβαια παρών ο παπάς τις προάλλες που ήρθε ο γιατρός και είπε: «Δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύ εξαντλημένος. Είναι πολύ αργά.»
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο είχε μερικά έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι, το τραπέζι, μια καρέκλα και ένα ντουλάπι.
Ήταν κι ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έδειχνε Πέμπτη, 10 Ιουλίου, ενώ ήτανε Νοέμβρης.
Ήτανε ακόμα ένα κάδρο που παρίστανε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Κι ένα δίπλωμα απονομής πολεμικού μεταλλίου, σε κάδρο, μαζί με το μετάλλιο.
Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες; είπε.
Η φωνή του έβγαινε με πολύν κόπο από μέσα του.
- Ναι, είπε. Ήρθα.
- Γιατί φοράς μαύρα; ρώτησε ο άνθρωπος.
Κοίταξε το παιδί. Η ανάσα του ανθρώπου γινόταν ολοένα και πιο βαριά.
- Ήθελα να σου μιλήσω, είπε, κι έσκυψε πάνω στο κατακίτρινο πρόσωπο.
Να, τώρα θα του έλεγε για το Θεό, για την αιωνιότητα. Όμως ο άνθρωπος έκλεισε ξανά τα μάτια του.
Το γραμμόφωνο στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε πάντα. Το παιδί στεκότανε σαν απολιθωμένο στο βάθος.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ανθρώπου. Ήτανε ιδρωμένο. Ένας ιδρώτας παγωμένος.
Πήρε το δισκοπότηρο από το τραπέζι. Έγνεψε του παιδιού, που ήρθε κοντά και τον ανασήκωσε λίγο. Άνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε μετάληψη στη λαβίδα.
- Έλα, είπε.
Μισάνοιξε το στόμα του.
Πήγε να πει αυτός:
- Εις το όνομα του Πατρός…
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Δώσ’ μου! είπε ο άνθρωπος, προτού καταπιεί καλά καλά.
Τον κοίταξε.
- Δώσ’ μου!
Το στόμα του, μισάνοιχτο, περίμενε. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να πει για την αιωνιότητα! Μια σύγχυση ήτανε μέσα του.
- Δώσ’ μου!
Κάτι ξέσπασε μες στο στήθος του, μια στοργή, μια τρυφερότητα, σαν πατέρας ένοιωθε που ταΐζει το παιδί του που πεινάει. Άρχισε να δίνει τη μία κουταλιά ύστερ’ από την άλλη.
Τα μάτια του ανθρώπου ήταν αλλιώτικα τώρα. Τα μάτια του παιδιού ήταν αλλιώτικα τώρα.
Η βροχή έπεφτε πάντα. Το γραμμόφωνο έπαιζε πάντα.
- Θεέ μου! είπε ο άνθρωπος.
Δεν είπε τίποτα αυτός.